- λινόλεουμ
- Βιομηχανικό προϊόν που χρησιμοποιείται ευρύτατα για πατώματα και επενδύσεις. Το επινόησε και το παρασκεύασε για πρώτη φορά ο Άγγλος Φρέντερικ Γουόλτον το 1863. Το λ. αποτελείται κυρίως από λινέλαιο αναμεμειγμένο με ρητίνες και ειδικότερα με κολοφώνιο και κοπάλιο. Αρχικά, το λινέλαιο ψήνεται επί 8-10 ώρες στους 250°C, παρουσία διαφόρων ξηραντικών αντιδραστηρίων. Ύστερα από μακρά και φυσική απόχυση, το λινέλαιο υποβάλλεται σε εκτεταμένη επεξεργασία οξείδωσης, εργασία αρκετά πολύπλοκη που διαρκεί 3-4 μήνες και κατά την οποία δημιουργείται ένα ελαστικό προϊόν, η λινοσίνη, η παραγωγή της οποίας μπορεί να επιταχυνθεί, δίνοντας όμως υποδεέστερο ποιοτικό αποτέλεσμα.
Από τη λινοσίνη παράγεται πρώτα, ύστερα από την ανάμειξη με τις ρητίνες που αναφέρθηκαν, η λιθόκολλα του λ., η οποία θερμαίνεται σε ειδικούς λέβητες ατμού. Από τη λιθόκολλα του λ. προκύπτει η ζύμη του λ., που αναμειγνύεται με αλευροποιημένο φελλό, κιμωλία, μαρμαρόσκονη και τα κατάλληλα χρωστικά υλικά. Η ζύμη αυτή τελικά απλώνεται και συμπιέζεται σε οθόνη γιούτας, αρχικά με ειδικούς κυλίνδρους και στη συνέχεια σε υδραυλικά πιεστήρια.
Στην περίπτωση του λ. για διακοσμητικούς σκοπούς, η ζύμη απλώνεται σε διάφορα χρώματα πάνω στην οθόνη μέσα από ταινίες ψευδαργύρου που έχουν διάτρητο το αντίστοιχο για κάθε χρώμα σχέδιο. Ύστερα από άλλες επεξεργασίες συμπίεσης το προϊόν υποβάλλεται σε ξήρανση, περίπου για τέσσερις εβδομάδες, σε θερμοκρασία γύρω στους 45°C.
Δάπεδο από λινόλεουμ, προϊόν που κατασκευάζεται με λινέλαιο, ρητίνες και ξυλάλευρο και χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο σε διάφορες επενδύσεις.
Dictionary of Greek. 2013.